- εύσκαφος
- εὔσκαφος, -ον (Α)(για έδαφος) εύκολος στο σκάψιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκάφος (ο) «σκάλισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάχεια — λάχεια, ἡ (ΑM) (για τη γη) 1. καλοσκαμμένη, εύφορη, γόνιμη («νῆσος ἔπειτα λάχεια... τετάνυσται», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔσκαφος καὶ εὔγειος παρὰ τὸ λαχαίνεσθαι, ὅ ἐστι σκάπτεσθαι πυκνῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τής λ. ἐλάχεια … Dictionary of Greek